Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

είναι από κείνους πού δε

  • 1 γυρίζω

    1. μετ.
    1) вращать, вертеть; крутить, кружить;

    γυρίζω γύρο — делать круги, кружить;

    2) прям., перен. перевёртывать, переворачивать;

    γυρίζω τό φύλλο — а) переворачивать страницу; — б) менять поведение, тактику, политику;

    γυρίζω ανάποδα — перевернуть, вверх дном;

    γυρίζω τα ρούχα — перелицевать одежду;

    γυρίζω τό χωράφι — перепахивать, перекапывать поле;

    3) поворачивать;

    γυρίζω τό κλειδί — поворачивать ключ;

    4) поворачивать, отворачивать;

    γυρίζω τό πρόσωπο — отворачиваться;

    γυρίζω την πλάτη ( — или ράχη) σε κάποιον — поворачиваться спиной, отворачиваться;

    5) менять, изменять;

    γυρίζω τον τόνο της φωνής μου — изменять тон (разговора);

    τα γύρισε а) теперь он изменил своё мнение, он передумал; б) он говорит противоположное; он теперь говорит другое;

    τα γυρίζει — он пытается придать всему сказанному другой смысл;

    6) переубеждать, перетягивать на свою сторону;
    του γύρισα τα μυαλά я его переубедил; τον γύρισα με το κόμμα μας я его перетянул в нашу партию; 7) возвращать, отдавать обратно; του τα γύρισα τα λεφτά я ему вернул деньги; 8) снимать (фильм); 9) возить; водить (на прогулку и т. п.); 10) огибать;

    γυρίζω τη γωνιά — заворачивать за угол;

    γυρίζω τό ακρωτήριο — огибать мыс;

    11) хозяйничать, распоряжаться;

    γυρίζω τό σπίτι — хозяйничать в доме;

    § γυρίζω συναλλαγματική фин. — делать передаточную надпись на обороте векселя;

    τό γυρίζω στο αστείο ( — или γέλιο) — обернуть что-либо в шутку;

    τό γυρίζω στα σοβαρά — принимать что-л, всерьёз;

    γύρισε τα χαρτιά σου раскрой свои карты;

    γυρίζω τον τροχό της ιστορίας προς τα πίσω — повернуть колесо истории (вспять);

    2. αμετ.
    1) вращёться, вертеться, кружиться; 2) повернуть; ο άνεμος γύρισε ветер изменил направление;

    ο καιρός γυρίζει στο νοτιά — начинает дуть южный ветер;

    3) гнуться, сгибаться;
    γύρισε η μύτη τού μαχαιρνού кончик ножа загнулся; 4) переворачиваться, опрокидываться; 5) менять убеждения, точку зрения; меняться;

    είναι από κείνους πού δε γυρίζουν εύκολα — он постоянный, принципиальный человек;

    είναι κεφάλι πού δεν γυρίζει — или δεν γυρίζει το κεφάλι του — или δεν τού γυρίζεις το κεφάλι — он упрямый человек;

    θα γυρίσει μαζί μας ( — или με μας) — он перейдёт на нашу сторону;

    6) меняться, изменяться;
    τα πράγματα γύρισαν στο χειρότερο дела изменились к худшему; ο άρρωστος γύρισε στο καλύτερο больному стало лучше; 7) возвращаться; 8) гулять, бродить, блуждать; слоняться; скитаться;

    γυρίζω τον κόσμο — скитаться по белу свету;

    γυρίζω να βρώ δουλειά — искать работу;

    § γύρισ' ο ήλιος солнце пошло к закату;
    τα πράγματα εγύρισαν обстоятельства изменились;

    θα γυρίσει ο τροχός — дела поправятся, счастье улыбнётся;

    ο τροχός γυρίζει — колесо фортуны изменчиво;

    γυρίζει το κεφάλι μου — у меня кружится голова;

    γυρίζω σαν σβούρα ( — или του Τούρκου τ' άλογο) — а) быть непоседой; — б) вертеться как белка в колесе;

    γυρίζω σαν ανεμοδούρα — держать нос по ветру, куда ветер подует;

    όταν εσύ πήγαινες, εγώ εγύριζα ≈ тогда ты ещё под стол пешком ходил;

    να πας και να μη γυρίσεις! — пропади ты пропадом!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γυρίζω

См. также в других словарях:

  • κλειδαρότρυπα — η 1. η οπή τής κλειδαριάς στην οποία εισέρχεται το κλειδί 2. παροιμ. «είναι από κείνους που είδε ο θεός από την κλειδαρότρυπα» για τους πολύ πλούσιους ή χωρίς αξία επιφανείς 3. φρ. αστρον. «Νεφέλωμα Κλειδαρότρυπας» ιδιόμορφος ερυθρός αστέρας και… …   Dictionary of Greek

  • Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • σλαμ — Φτωχογειτονιά σε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ Ο όρος προέρχεται από τη λέξη slum και έχει καθιερωθεί διεθνώς. Στα σ. κατοικούν συνήθως νέγροι, πορτορικανοί και μετανάστες από την Ευρώπη και από χώρες της Ασίας και της Αμερικής. Αντίθετα με τους άλλους… …   Dictionary of Greek

  • Ναντ — (Nantes). Πόλη (282.300 κάτ. το 2003) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Λουάρ Ατλαντίκ. Αρχαία πόλη, προρωμαϊκής προέλευσης, κέντρο των Ναμνητών Κελτών, κατελήφθη από τους Νορμανδούς και αποτέλεσε κατά τον Μεσαίωνα μέρος του δουκάτου της Βρετάνης …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»